Ο Μιχαήλ Κουκουλίδης, γιος του γουνεμπόρου Νικολάου και της Σουλτάνας, το γένος Δεληβασίλη,
γεννήθηκε στη Σιάτιστα το 1872. Τον Φεβρουάριο του 1884, σε ηλικία 13 ετών, εγκαταλείπει τη
Σιάτιστα και εγκαθίσταται στο Ποζάρεβιτς της Σερβίας, όπου ήταν εγκατεστημένος ο μεγαλύτερος
από τους 2 αδερφούς του, Ιωάννης. Αφού παρέμεινε εκεί 25 χρόνια και δημιούργησε δικό του
κατάστημα, μετέφερε τη δραστηριότητά του στο Βελιγράδι, όπου σε συνεταιρισμό με τον εξ ανεψιάς
γαμπρό του Σακελλαρίδη ιδρύει μεγάλο κατάστημα νεωτερισμών με την επωνυμία "Κουκουλίδης - Σακελλαρίδης"
στον κεντρικότερο δρόμο της πόλης, το οποίο κερδίζει την εμπιστοσύνη των κατοίκων και του επιφέρει
τεράστια κέρδη και υπόληψη. Οι Έλληνες του Βελιγραδίου τον εξέλεγαν κάθε χρόνο Πρόεδρο του Συλλόγου
τους "Ρήγας Φεραίος".
Το 1911 αποκτά στο πρόσωπο της Αλεξάνδρας, κόρης του Σιατιστινού εμπόρου Κωνσταντίνου Πάντου, την
αφοσιωμένη σύντροφο της ζωής του. Το 1914, έπειτα από 30 χρόνια νοσταλγίας, επισκέπτεται την
ελεύθερη πλέον Σιάτιστα και μένει μερικούς μήνες. Επιστρέφει στο Βελιγράδι, αλλά η καρδιά του και
η σκέψη του είναι στην πατρίδα. Στέλνει στα Δημοτικά σχολεία και στο Γυμνάσιο πλούσια εποπτικά όργανα,
από ένα πολυτελές εκκρεμές ρολόι και στους μαθητές άφθονη γραφική ύλη. Δεν στέκεται όμως αχάριστος και
προς τους Σέρβους, που τόσο τον εκτίμησαν και το αγάπησαν, στέλνοντας στην Σερβική Κυβέρνηση ένα τεράστιο
χρηματικό ποσό για τους ανάπηρους του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Έπειτα από νέα επίσκεψη στη
γενέτειρα το 1924 και επιστροφή στο Βελιγράδι, αποφασίζει το 1927 να επιστρέψει οριστικά. Εκχωρεί το
μερίδιό του στον συνέταιρό του Σακελλαρίδη και έρχεται στη Θεσσαλονίκη, όπου κτίζει μία πολυτελή -για
τα δεδομένα της εποχής εκείνης- πολυκατοικία επί της οδού Μεγάλου Αλεξάνδρου 94 (νυν Τσιμισκή 86).
Αλλά και από τη Θεσσαλονίκη, καθώς βρίσκεται τώρα πιο κοντά στην γενέτειρά του και βλέπει τον πόνο και τη φτώχεια των συμπατριωτών του, στέλνει στους απόρους από ένα σακί αλεύρι κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα. Ανεγείρει το 1931 το "Ηρώο Πεσόντων" στους απελευθερωτικούς αγώνες και πρωτοστατεί στην ίδρυση του Συλλόγου Σιατιστέων Θεσσαλονίκης, στον οποίο προεδρεύει μέχρι το θάνατό του. Αναλαμβάνει την αποπεράτωση και την εσωτερική διακόσμηση του ναού του Αγίου Νικολάου Γεράνειας, δενδροφυτεύει τους λόφους του Προφήτη Ηλία και του Αγίου Χριστοφόρου και κατά τον πόλεμο εναντίον των Ιταλών του Μουσολίνι αγοράζει και στέλνει στο μέτωπο υγειονομικό υλικό αξίας 2 εκατομμυρίων προπολεμικών δραχμών. Και μετά την κατοχή η δράση του συνεχίζεται αμείωτη. Συμβάλλει στην ανέγερση του Μητροπολιτικού Μεγάρου και στο έργο της ύδρευσης της Σιάτιστας, που δυστυχώς δεν πρόφθασε να χαρεί τελειωμένο. Στις 6 Φεβρουαρίου 1954 πεθαίνει, αλλά στη διαθήκη του λάμπει και πάλι η χριστιανική ψυχή και η φιλοπατρία του. Το μεγαλύτερο μέρος της πολυκατοικίας της οδού Τσιμισκή το κληροδοτεί στην γενέτειρά του και ορίζει εξαμελή επιτροπή, η οποία θα διαχειρίζεται τα εισοδήματα και θα τα διαθέτει για κοινωφελείς ή αγαθοεργούς σκοπούς. Μετά το θάνατό του, άξιος συμπαραστάτης και συνεχιστής του φιλανθρωπικού του έργου υπήρξε και η σύζυγός του Αλεξάνδρα, το γένος Κωνσταντίνου Πάντου.
Σύλλογος Σιατιστέων Θεσσαλονίκης, "Λεύκωμα 'Σιατιστέων Μνήμη'", Θεσσαλονίκη 1972.
Γιώργιος Μ. Μπόντας, "Ευεργέτες και δωρητές της Σιάτιστας", Θεσσαλονίκη 1983.
Μιχαήλ Γ. Χατσιούλης, "Σιάτιστα - Έξι αιώνες ζωής εκατό χρόνια ελευθερίας", Σιάτιστα 2012.